υπέραυχος

υπέραυχος
-ον, Α [ὑπεραυχῶ]
1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον
η υπέρμετρη αλαζονεία
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα
οι υπέρμετρα αλαζονικοί λόγοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπέραυχος — over boastful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραυχον — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc sg ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχοις — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχου — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχους — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχων — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραυχα — ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραυχοι — ὑπέραυχος over boastful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέραγχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερήφανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε ὑπέραυχος] …   Dictionary of Greek

  • υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”